- προσδοκητέον
- προσδοκ-ητέον,A one must await or expect, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17, Sch.Pi.N. 2.16.II προσδοκητέος, α, ον, to be expected,
πάντα . . προσδοκητέ' ἐστὶ καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν Din.2.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.